τυχαίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυχαίο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τυχαίος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τυχαίο ουδέτερο
- η εμφάνιση γεγονότων που οφείλονται στην τύχη και όχι σε σκόπιμη ενέργεια
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τυχαίο