↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύμπτωσῐς αἱ συμπτώσεις
      γενική τῆς συμπτώσεως τῶν συμπτώσεων
      δοτική τῇ συμπτώσει ταῖς συμπτώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύμπτωσῐν τὰς συμπτώσεις
     κλητική ! σύμπτωσῐ συμπτώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμπτώσει
γεν-δοτ τοῖν  συμπτωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύμπτωσις < συμπίπτω (πέφτω μαζί). Μορφολογικά, σύμ- + πτω- πτῶσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύμπτωσις θηλυκό

  1. ταυτόχρονη πτώση
  2. (μεταφορικά) σύμπτωση, τυχαίο γεγονός
  3. (ελληνιστική σημασία)
    1. κατάπτωση, συντριβή
    2. καταβύθιση
    3. συνάντηση