spadanie
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spadanie | spadania |
γενική | spadania | spadań |
δοτική | spadaniu | spadaniom |
αιτιατική | spadanie | spadania |
οργανική | spadaniem | spadaniami |
τοπική | spadaniu | spadaniach |
κλητική | spadanie | spadania |
Ετυμολογία
επεξεργασία- spadanie < spadać
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαspadanie (pl) ουδέτερο