πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική spadanie spadania
γενική spadania spadań
δοτική spadaniu spadaniom
αιτιατική spadanie spadania
οργανική spadaniem spadaniami
τοπική spadaniu spadaniach
κλητική spadanie spadania

  Ετυμολογία

επεξεργασία
spadanie < spadać

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

spadanie (pl) ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία