spadek
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαspadek < spadać
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαspadek (pl) αρσενικό
- η πτώση, η ελάττωση τιμής, ύψους κλπ
- η κληρονομιά
- ο κατήφορος, η πλαγιά
Συγγενικά
επεξεργασίαχρήση
επεξεργασία- dostać coś w spadku - παίρνω κάτι κληρονομιά