ελεύθερη πτώση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαελεύθερη πτώση
- η ανεμπόδιστη πτώση, η κίνηση που εκτελεί ένα σώμα όταν σ' αυτό ασκείται μόνο η δύναμη της βαρύτητας
- Μια μεταλλική σφαίρα σε ελεύθερη πτώση.
- (μεταφορικά) κάθε πτώση ή πτωτική τάση που μοιάζει ανεξέλεγκτη και ασταμάτητη
- Το χρηματιστήριο βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.