kazo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kazo | kazoj |
αιτιατική | kazon | kazojn |
kazo (eo)
- (γραμματική) η πτώση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kazo | kazoj |
αιτιατική | kazon | kazojn |
kazo (eo)