αγκωνή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγκωνή | οι | αγκωνές |
γενική | της | αγκωνής | των | αγκωνών |
αιτιατική | την | αγκωνή | τις | αγκωνές |
κλητική | αγκωνή | αγκωνές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγκωνή < μεσαιωνική ελληνική ἀγκωνή < ἀγκών + γωνία (συμφυρμός)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγκωνή θηλυκό
- (λαϊκότροπο) γωνία
- το ακριανό κομμάτι από μια φρατζόλα ψωμί, η γωνία