• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αγκωνή

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκωνή οι αγκωνές
      γενική της αγκωνής των αγκωνών
    αιτιατική την αγκωνή τις αγκωνές
     κλητική αγκωνή αγκωνές
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αγκωνή < μεσαιωνική ελληνική ἀγκωνή < ἀγκών + γωνία (συμφυρμός)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αγκωνή θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) γωνία
  2. το ακριανό κομμάτι από μια φρατζόλα ψωμί, η γωνία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αγκωνή
  • αγγλικά : corner (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αγκωνή&oldid=3732093"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Απριλίου 2017, στις 22:29

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Απριλίου 2017, στις 22:29.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie