poigne
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- poigne < θηλυκή μορφή του poing
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
poigne | poignes |
poigne (fr) θηλυκό
- η δύναμη της γροθιάς
- (κατ’ επέκταση) το χέρι, η πυγμή
- (μεταφορικά) η πυγμή, η έντονη προσωπικότητα