Ετυμολογία

επεξεργασία
poigne < θηλυκή μορφή του poing

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
poigne poignes

poigne (fr) θηλυκό

  1. η δύναμη της γροθιάς
  2. (κατ’ επέκταση) το χέρι, η πυγμή
  3. (μεταφορικά) η πυγμή, η έντονη προσωπικότητα