μόντεμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μόντεμ < αγγλική modem < σύντμηση των modulator + demodulator
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμόντεμ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός, πληροφορική) ηλεκτρονική συσκευή που επιτρέπει την επικοινωνία ηλεκτρονικών υπολογιστών μέσω τηλεφωνικών γραμμών, μετατρέποντας το ψηφιακό σήμα του υπολογιστή σε αναλογικό τηλεφωνικό σήμα και αντίστροφα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μόντεμ στη Βικιπαίδεια
- ήχος παλαιού μόντεμ: