Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόντεμ < αγγλική modem < σύντμηση των modulator + demodulator

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmo.dem/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μόντεμ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία