μόντεμ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μόντεμ < αγγλική modem < σύντμηση των modulator + demodulator
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μόντεμ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) (πληροφορική) ηλεκτρονική συσκευή που επιτρέπει την επικοινωνία ηλεκτρονικών υπολογιστών μέσω τηλεφωνικών γραμμών, μετατρέποντας το ψηφιακό σήμα του υπολογιστή σε αναλογικό τηλεφωνικό σήμα και αντίστροφα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μόντεμ στη Βικιπαίδεια
ήχος παλαιού μόντεμΕπεξεργασία
Ελλάδα, δεκαετία 1990