modem
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- modem < modulatοr + demodulator)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- modem < mo(dulateur) + dém(odulateur)