Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαποδιαμορφωτής οι διαποδιαμορφωτές
      γενική του διαποδιαμορφωτή των διαποδιαμορφωτών
    αιτιατική τον διαποδιαμορφωτή τους διαποδιαμορφωτές
     κλητική διαποδιαμορφωτή διαποδιαμορφωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαποδιαμορφωτής < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική modem (→ δείτε τη λέξη διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.a.po.di̯a.moɾ.foˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐πο‐δι‐α‐μορ‐φω‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαποδιαμορφωτής αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία