διαποδιαμορφωτής
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαποδιαμορφωτής < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική modem (→ δείτε τη λέξη διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.a.po.di̯a.moɾ.foˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐πο‐δι‐α‐μορ‐φω‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαποδιαμορφωτής αρσενικό
- (νεολογισμός) (πληροφορική) συσκευή που μετατρέπει το ψηφιακό σήμα από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή σε αναλογικό σήμα τηλεφωνικής γραμμής και το αντίστροφο
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαποδιαμορφωτής
→ δείτε τη λέξη μόντεμ |