démodulateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- démodulateur < dé- + modulateur
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
démodulateur | démodulateurs |
démodulateur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
démodulateur | démodulateurs |
démodulateur (fr) αρσενικό