διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής < διαμορφωτής + αποδιαμορφωτής < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική modulator-demodulator

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής αρσενικό