Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυξάρι τα πυξάρια
      γενική του πυξαριού των πυξαριών
    αιτιατική το πυξάρι τα πυξάρια
     κλητική πυξάρι πυξάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυξάρι < μεσαιωνική ελληνική πυξάρι < (ελληνιστική κοινή) *πυξάριον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική πύξος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυξάρι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία