γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / νηχαλέος νηχαλέ τὸ νηχαλέον
      γενική τοῦ/τῆς νηχαλέου τῆς νηχαλέᾱς τοῦ νηχαλέου
      δοτική τῷ/τῇ νηχαλέ τῇ νηχαλέ τῷ νηχαλέ
    αιτιατική τὸν/τὴν νηχαλέον τὴν νηχαλέᾱν τὸ νηχαλέον
     κλητική ! νηχαλέε νηχαλέ νηχαλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ νηχαλέοι αἱ νηχαλέαι τὰ νηχαλέ
      γενική τῶν νηχαλέων τῶν νηχαλέων τῶν νηχαλέων
      δοτική τοῖς/ταῖς νηχαλέοις ταῖς νηχαλέαις τοῖς νηχαλέοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς νηχαλέους τὰς νηχαλέᾱς τὰ νηχαλέ
     κλητική ! νηχαλέοι νηχαλέαι νηχαλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νηχαλέω τὼ νηχαλέ τὼ νηχαλέω
      γεν-δοτ τοῖν νηχαλέοιν τοῖν νηχαλέαιν τοῖν νηχαλέοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νηχαλέος < νήχ(ω) + -αλέος

  Επίθετο

επεξεργασία

νηχαλέος, -α, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη νήχω