Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νησίς αἱ νησῖδες
      γενική τῆς νησῖδος τῶν νησίδων
      δοτική τῇ νησῖδ ταῖς νησῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν νησῖδ τὰς νησῖδᾰς
     κλητική ! νησίς* νησῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νησῖδε
γεν-δοτ τοῖν  νησίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νησίς < νῆσ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νησίς, -ῖδος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία