Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

îlot < islot < île

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.lo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
îlot îlots

îlot (fr) αρσενικό (παραδοσιακή ορθογραφία)

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • ilot (ορθογραφία του 1990)