Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

delta (en)

  1. το γράμμα δ του ελληνικού αλφαβήτου
  2. το δέλτα ενός ποταμού
  3. το γράμμα D στο φωνητικό αλφάβητο του NATO

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

delta (pl) αρσενικό

  • το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: δέλτα



Ουσιαστικό

επεξεργασία

delta (sv)

  1. το γράμμα δέλτα
  2. το δέλτα ενός ποταμού

delta (sv)