delta
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- delta < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική δέλτα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdelta (en)
- το γράμμα δ του ελληνικού αλφαβήτου
- το δέλτα ενός ποταμού
- το γράμμα D στο φωνητικό αλφάβητο του NATO
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdelta (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdelta (pl) αρσενικό
- το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: δέλτα
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdelta (sv)
Ρήμα
επεξεργασίαdelta (sv)