deltaïque
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
deltaïque | deltaïques |
Επίθετο
επεξεργασίαdeltaïque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη delta
ενικός | πληθυντικός |
deltaïque | deltaïques |
deltaïque (fr) αρσενικό ή θηλυκό