deltoïdien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- deltoïdien < deltoïde
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | deltoïdien | deltoïdiens |
θηλυκό | deltoïdienne | deltoïdiennes |
deltoïdien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | deltoïdien | deltoïdiens |
θηλυκό | deltoïdienne | deltoïdiennes |
deltoïdien (fr)