Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλημμυροπαθής η πλημμυροπαθής το πλημμυροπαθές
      γενική του πλημμυροπαθούς* της πλημμυροπαθούς του πλημμυροπαθούς
    αιτιατική τον πλημμυροπαθή την πλημμυροπαθή το πλημμυροπαθές
     κλητική πλημμυροπαθή(ς) πλημμυροπαθής πλημμυροπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλημμυροπαθείς οι πλημμυροπαθείς τα πλημμυροπαθή
      γενική των πλημμυροπαθών των πλημμυροπαθών των πλημμυροπαθών
    αιτιατική τους πλημμυροπαθείς τις πλημμυροπαθείς τα πλημμυροπαθή
     κλητική πλημμυροπαθείς πλημμυροπαθείς πλημμυροπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλημμυροπαθής < πλημμύρα + -ο- + -παθής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pli.mi.ro.paˈθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλημ‐μυ‐ρα‐πα‐θής

  Επίθετο επεξεργασία

πλημμυροπαθής, -ής, -ές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλημμυροπαθής αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία