πλημμυρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλημμυρικός (νεολογισμός) < πλημμύρ(α) + -ικός κατά το αντιπλημμυρικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pli.mi.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλημ‐μυ‐ρι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
πλημμυρικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την πλημμύρα
- ※ Ημερίδα με θέμα: Ο πλημμυρικός κίνδυνος στην Ελλάδα
- 2018, auth.gr/conferences Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
- ※ Οι πλημμυρικοί όγκοι νερού προέρχονται από […] ο πλημμυρικός κίνδυνος είναι συνάρτηση της πιθανότητας εμφάνισης του φυσικού φαινομένου […]
- Λουκάς, Αθανάσιος (χ.χ.) Υδρολογία, Κεφάλαιο 9. @eclass.uth.gr, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
- ※ Έντονη βροχόπτωση το μεσημέρι της Παρασκευής στην πρωτεύουσα με πλημμυρικά φαινόμενα να εντοπίζονται σε περιοχές της δυτικής Αττικής.
- Ποτάμια οι δρόμοι στην Αθήνα, efsyn.gr, 26 Νοεμβρίου 2021
- ※ Ημερίδα με θέμα: Ο πλημμυρικός κίνδυνος στην Ελλάδα
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλημμυρικός
|