Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντιπλημμυρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αντιπλημμυρικ
ός
η
αντιπλημμυρικ
ή
το
αντιπλημμυρικ
ό
γενική
του
αντιπλημμυρικ
ού
της
αντιπλημμυρικ
ής
του
αντιπλημμυρικ
ού
αιτιατική
τον
αντιπλημμυρικ
ό
την
αντιπλημμυρικ
ή
το
αντιπλημμυρικ
ό
κλητική
αντιπλημμυρικ
έ
αντιπλημμυρικ
ή
αντιπλημμυρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αντιπλημμυρικ
οί
οι
αντιπλημμυρικ
ές
τα
αντιπλημμυρικ
ά
γενική
των
αντιπλημμυρικ
ών
των
αντιπλημμυρικ
ών
των
αντιπλημμυρικ
ών
αιτιατική
τους
αντιπλημμυρικ
ούς
τις
αντιπλημμυρικ
ές
τα
αντιπλημμυρικ
ά
κλητική
αντιπλημμυρικ
οί
αντιπλημμυρικ
ές
αντιπλημμυρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντιπλημμυρικός
<
αντι-
+
πλημμύρα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
αντιπλημμυρικός, -ή, -ό
που
αποτρέπει
τις
πλημμύρες
ή περιορίζει τις συνέπειές τους
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
πλημμύρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιπλημμυρικός
αγγλικά
:
flood controlling
(en)
γαλλικά
:
anti-inondation
(fr)