Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλημμύρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πλημμύρισμα
τα
πλημμυρίσμα
τ
α
γενική
του
πλημμυρίσμα
τ
ος
των
πλημμυρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
πλημμύρισμα
τα
πλημμυρίσμα
τ
α
κλητική
πλημμύρισμα
πλημμυρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλημμύρισμα
<
πλημμυρίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλημμύρισμα
ουδέτερο
(
κυριολεκτικά
) (
μεταφορικά
) η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
του
πλημμυρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλημμύρισμα
αγγλικά
:
flood
(en)