πλημμύρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλημμύρισμα < πλημμυρίζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλημμύρισμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλημμυρίζω