απλημμύριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απλημμύριστος < α- + πλημμυρίζω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
απλημμύριστος, -η, -ο
- που δεν έχει πλημμυρίσει
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απλημμύριστος
απλημμύριστος, -η, -ο