πλημμυρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pli.mi.ɾiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλημ‐μυ‐ρι‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαπλημμυρισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πλημμυρίζω
- ※ Ευθύς γύρισε πίσω, πέρασε τον Ισθμό της Κορίνθου, ανέβηκε στη Στερεά Ελλάδα, και σταμάτησε στον Σπερχειό, που ήταν πλημμυρισμένος και τον εμπόδιζε να περάσει με το στρατό του. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)