know
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | know |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knows |
αόριστος | knew |
παθητική μετοχή | known |
ενεργητική μετοχή | knowing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαknow (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξέρω, κατέχω μια γνώση ενός πράγματος, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης
- ↪ I wish I knew more about this issue.
- Θα ήθελα να ήξερα περισσότερα γι' αυτή την υπόθεση.
- ↪ I don’t know if he’s here or if he left.
- Δεν ξέρω αν είναι εδώ ή αν έφυγε.
- ↪ I don’t want to know anything about this story.
- Δε θέλω να ξέρω τίποτα γι' αυτή την ιστορία.
- ↪ He thinks he knows everything.
- Νομίζει πως τα ξέρει όλα.
- ↪ I know him to be honest./I know he’s honest.
- Ξέρω ότι είναι τίμιος.
- ↪ I wish I knew more about this issue.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξέρω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω ή έχω επίγνωση κάτι
- ↪ I know very well what I’m doing.
- Ξέρω πολύ καλά τι κάνω.
- ↪ Do you know what you are saying?
- Ξέρεις τι λες;
- ↪ I know very well what I’m doing.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξέρω, νιώθω σίγουρος για κάτι
- ↪ He doesn’t know what he wants.
- Δεν ξέρει τι θέλει.
- ↪ She doesn’t know what to do.
- Δεν ξέρει τι να κάνει.
- ↪ He doesn’t know what he wants.
- (μεταβατικό) ξέρω, γνωρίζω, έχω γνωριμία με ένα πρόσωπο, μέρος, πράγμα κτλ.
- ↪ I knew him at University.
- Τον ήξερα στο Πανεπιστήμιο.
- ↪ I know the city (well).
- Την ξέρω την πόλη.
- ↪ Do you know Mr. A?
- Γνωρίζετε τον κ. Α;
- ↪ After two years of knowing her, he went and proposed to her.
- Ύστερα από γνωριμία δύο χρόνων πήγε και τη ζήτησε.
- ↪ I knew him at University.
- (μεταβατικό) ξέρω, κατέχω μια γνώση ως αποτέλεσμα μάθησης
- ↪ I know English well.
- Ξέρω καλά αγγλικά.
- ↪ Do you know how to spell well?
- Ξέρεις καλή ορθογραφία;
- ↪ I know English well.
- αναγνωρίζω