ενεστώτας know
γ΄ ενικό ενεστώτα knows
αόριστος knew
παθητική μετοχή known
ενεργητική μετοχή knowing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

know (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξέρω, κατέχω μια γνώση ενός πράγματος, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης
    I wish I knew more about this issue.
    Θα ήθελα να ήξερα περισσότερα γι' αυτή την υπόθεση.
    I don’t know if he’s here or if he left.
    Δεν ξέρω αν είναι εδώ ή αν έφυγε.
    I don’t want to know anything about this story.
    Δε θέλω να ξέρω τίποτα γι' αυτή την ιστορία.
    He thinks he knows everything.
    Νομίζει πως τα ξέρει όλα.
    I know him to be honest./I know he’s honest.
    Ξέρω ότι είναι τίμιος.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξέρω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω ή έχω επίγνωση κάτι
    I know very well what I’m doing.
    Ξέρω πολύ καλά τι κάνω.
    Do you know what you are saying?
    Ξέρεις τι λες;
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξέρω, νιώθω σίγουρος για κάτι
    He doesn’t know what he wants.
    Δεν ξέρει τι θέλει.
    She doesn’t know what to do.
    Δεν ξέρει τι να κάνει.
  4. (μεταβατικό) ξέρω, γνωρίζω, έχω γνωριμία με ένα πρόσωπο, μέρος, πράγμα κτλ.
    I knew him at University.
    Τον ήξερα στο Πανεπιστήμιο.
    I know the city (well).
    Την ξέρω την πόλη.
    Do you know Mr. A?
    Γνωρίζετε τον κ. Α;
    After two years of knowing her, he went and proposed to her.
    Ύστερα από γνωριμία δύο χρόνων πήγε και τη ζήτησε.
  5. (μεταβατικό) ξέρω, κατέχω μια γνώση ως αποτέλεσμα μάθησης
    I know English well.
    Ξέρω καλά αγγλικά.
    Do you know how to spell well?
    Ξέρεις καλή ορθογραφία;
  6. αναγνωρίζω
     συνώνυμα: recognize

Εκφράσεις

επεξεργασία