know
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | know |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knows |
αόριστος | knew |
παθητική μετοχή | known |
ενεργητική μετοχή | knowing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα επεξεργασία
know (en)
ενεστώτας | know |
γ΄ ενικό ενεστώτα | knows |
αόριστος | knew |
παθητική μετοχή | known |
ενεργητική μετοχή | knowing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
know (en)