Δείτε επίσης: know, better

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Έκφραση επεξεργασία

know better (en)

  • το να έχω κάποια γνώση από προηγούμενη εμπειρία

Δείτε επίσης επεξεργασία