Ετυμολογία

επεξεργασία
know better < → δείτε τις λέξεις know και better

  Έκφραση

επεξεργασία

know better (en)

  • (ιδιωματισμός) έχω αρκετή πείρα/γνώση/-ό μυαλό ώστε να μην κάνω κάτι
    ⮡  He knows better than to say such a thing.
    Έχει αρκετό μυαλό ώστε να μην πει τέτοιο πράγμα.