Ετυμολογία

επεξεργασία
there's no knowing < → δείτε τις λέξεις there's, no και knowing

  Έκφραση

επεξεργασία

there's no knowing (en)

  • (ιδιωματισμός) είναι αδύνατο να ξέρει κανείς
    ⮡  There’s no knowing what he will do.
    Δεν μπορεί να ξέρει κανείς τι θα κάνει.