Ετυμολογία 1

επεξεργασία
there's: συναίρεση του there + 's (is)

  Συγχώνευση 1

επεξεργασία

there's (en)

  • αυτός είναι, υπάρχει
    There's a problem.
    Αυτό είναι/υπάρχει ένα πρόβλημα.
    For him, there's nothing else but his children.
    Γι΄ αυτόν δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από τα παιδιά του.
    There's a lot of food to eat.
    Υπάρχει πολύ φαγητό για να φάτε.
    → δείτε τον όρο 's

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
there's: συναίρεση του there + 's (has)

  Συγχώνευση 2

επεξεργασία

there's (en)

  • αυτός ήταν, υπήρξε
    There's been a problem.
    Αυτό ήταν ένα πρόβλημα.
    There's been some progress.
    Yπήρξε κάποια πρόοδος.
    There's been problems.
    Υπήρχαν προβλήματα.
    → δείτε τον όρο 's

  Ετυμολογία 3

επεξεργασία
there's: συναίρεση του there + 's (are)

  Συγχώνευση 3

επεξεργασία

there's (en)