let know
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαlet know (en)
- (ιδιωματισμός) ειδοποιώ κάποιον, απαντάω σε κάποιον
- ↪ I will look at your proposals and I will let you know.
- Θα κοιτάξω τις προτάσεις σας και θα σας ειδοποιήσω.
- ↪ I will think about it and let you know.
- Θα το σκεφτώ και θα σας απαντήσω σύντομα.
- ↪ I will look at your proposals and I will let you know.