let know
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαlet know (en)
- (ιδιωματισμός) ενημερώνω, γνωρίζω, γνωστοποιώ, ειδοποιώ κάποιον, απαντάω σε κάποιον
- ⮡ Let me know as soon as you hear from him.
- Ενημέρωσέ με αμέσως μόλις πάρεις νέα του.
- ⮡ Please let me know the exact date.
- Παρακαλώ γνωρίστε μου την ακριβή ημερομηνία.
- ⮡ I will let you know in time.
- Θα σου γνωστοποιήσω έγκαιρα.
- ⮡ I will look at your proposals and I will let you know.
- Θα κοιτάξω τις προτάσεις σας και θα σας ειδοποιήσω.
- ⮡ He let me know he was ready.
- Με ειδοποίησε ότι ήταν έτοιμος.
- ⮡ I will think about it and let you know soon.
- Θα το σκεφτώ και θα σας απαντήσω σύντομα.
- ⮡ Let me know as soon as you hear from him.