possess
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | possess |
γ΄ ενικό ενεστώτα | possesses |
αόριστος | possessed |
παθητική μετοχή | possessed |
ενεργητική μετοχή | possessing |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpossess (en)
ενεστώτας | possess |
γ΄ ενικό ενεστώτα | possesses |
αόριστος | possessed |
παθητική μετοχή | possessed |
ενεργητική μετοχή | possessing |
possess (en)