Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας possess
γ΄ ενικό ενεστώτα possesses
αόριστος possessed
παθητική μετοχή possessed
ενεργητική μετοχή possessing

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pəˈzɛs/
 

  Ρήμα επεξεργασία

possess (en)