possessed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαpossessed (en)
- δαιμονισμένος· που έχει καταληφθεί από πονηρά πνεύματα, που ελέγχεται από διαλοβικές δυνάμεις
Παράγωγα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαpossessed (en)
possessed (en)
possessed (en)