Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό possédé possédés
θηλυκό possédée possédées

possédé (fr)

  1. κατεχόμενος
  2. δαιμονισμένος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
possédé possédés

possédé (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) κατεχόμενος από κάποιο δαιμόνιο