↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσαρικός η τσαρική το τσαρικό
      γενική του τσαρικού της τσαρικής του τσαρικού
    αιτιατική τον τσαρικό την τσαρική το τσαρικό
     κλητική τσαρικέ τσαρική τσαρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσαρικοί οι τσαρικές τα τσαρικά
      γενική των τσαρικών των τσαρικών των τσαρικών
    αιτιατική τους τσαρικούς τις τσαρικές τα τσαρικά
     κλητική τσαρικοί τσαρικές τσαρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαρικός < τσάρος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

τσαρικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τον τσάρο
  2. που γινόταν την εποχή των τσάρων

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσαρικός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία