↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρωσομάθεια οι ρωσομάθειες
      γενική της ρωσομάθειας των ρωσομαθειών
    αιτιατική τη ρωσομάθεια τις ρωσομάθειες
     κλητική ρωσομάθεια ρωσομάθειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρωσομάθεια < ρωσομαθ(ής) + -εια. Μορφολογικά αναλύεται σε ρωσο- + -μάθεια.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾo.soˈma.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρω‐σο‐μά‐θει‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρωσομάθεια θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία