ρωσο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾo.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρω‐σο-
Πρόθημα
επεξεργασίαρωσο- ή ρωσό- και ρωσ- μερικές φορές, πριν από φωνήεν
- πρώτο συνθετικό λέξεων
- για αναφορά στους Ρώσους ή τη γλώσσα, τα γνωρίσματά τους
- σε παρατακτικά σύνθετα
- σε τοπωνύμια και επώνυμα
Σύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ρωσο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ρωσό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ρωσ- στο Βικιλεξικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ρωσο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας