Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρωσο- < Ρώσ(ος) + -ο- [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾo.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρω‐σο-

  Πρόθημα επεξεργασία

ρωσο- ή ρωσό- και ρωσ- μερικές φορές, πριν από φωνήεν

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία