gento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gento | gentoj |
αιτιατική | genton | gentojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgento (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gento | gentoj |
αιτιατική | genton | gentojn |
gento (eo)