Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαΰλωση οι εξαϋλώσεις
      γενική της εξαΰλωσης* των εξαϋλώσεων
    αιτιατική την εξαΰλωση τις εξαϋλώσεις
     κλητική εξαΰλωση εξαϋλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαϋλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαΰλωση < (καθαρεύουσα) εξαΰλωσις < εξαϋλώνω + -σις < άυλος < (ελληνιστική κοινήἄϋλος < αρχαία ελληνική ὕλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξαΰλωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία