• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ίλη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ύλη

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ίλη οι ίλες
      γενική της ίλης των ιλών
    αιτιατική την ίλη τις ίλες
     κλητική ίλη ίλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ίλη < (ελληνιστική κοινή) ἴλη

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.li/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ίλη θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) λόχος από τεθωρακισμένα
  2. (παρωχημένο) λόχος ιππικού

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ανθυπίλαρχος
  • επιλαρχία
  • επίλαρχος
  • ίλαρχος
  • υπίλαρχος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    λόχος αρμάτων
  • αγγλικά : armoured squadron (en)
  • γαλλικά : escadron (fr) blindé
    λόχος ιππικού
  • αγγλικά : squadron (en)
  • γαλλικά : escadron (fr) de cavalerie
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ίλη&oldid=5478344"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 15:45
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 15:45.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie