Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθυπίλαρχος οι ανθυπίλαρχοι
      γενική του ανθυπίλαρχου
ανθυπιλάρχου
των ανθυπίλαρχων
ανθυπιλάρχων
    αιτιατική τον ανθυπίλαρχο τους ανθυπίλαρχους
ανθυπιλάρχους
     κλητική ανθυπίλαρχε ανθυπίλαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθυπίλαρχος < ανθ- (αντί) + υπίλαρχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθυπίλαρχος αρσενικό

  1. (παρωχημένο) αξιωματικός του ιππικού
  2. (στρατιωτικός βαθμός) αξιωματικός (ανθυπολοχαγός) των τεθωρακισμένων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία