τεθωρακισμένο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τεθωρακισμένο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τεθωρακισμένος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τεθωρακισμένο ουδέτερο
- άρμα μάχης, τανκ
- (στον πληθυντικό) το σώμα ενός στρατού που πολεμά χρησιμοποιώντας άρματα μάχης
- υπηρέτησε τη θητεία του στα τεθωρακισμένα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τεθωρακισμένο
→ δείτε τη λέξη άρμα μάχης |