↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεθωρακισμένος η τεθωρακισμένη το τεθωρακισμένο
      γενική του τεθωρακισμένου της τεθωρακισμένης του τεθωρακισμένου
    αιτιατική τον τεθωρακισμένο την τεθωρακισμένη το τεθωρακισμένο
     κλητική τεθωρακισμένε τεθωρακισμένη τεθωρακισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεθωρακισμένοι οι τεθωρακισμένες τα τεθωρακισμένα
      γενική των τεθωρακισμένων των τεθωρακισμένων των τεθωρακισμένων
    αιτιατική τους τεθωρακισμένους τις τεθωρακισμένες τα τεθωρακισμένα
     κλητική τεθωρακισμένοι τεθωρακισμένες τεθωρακισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεθωρακισμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεθωρακισμένος (βαριά οπλισμένος οπλίτης) < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θωρακίζω (καλύπτω με θώρακα), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική armoured. Δείτε και τεθωρακισμένο (όχημα).[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.θo.ɾa.ciˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐θω‐ρα‐κι‐σμέ‐νος

τεθωρακισμένος -η -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



τεθωρακισμένος, -η, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεθωρακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θωρακίζω

τεθωρακισμένος, -η, -ον

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία