τεθωρακισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεθωρακισμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεθωρακισμένος (βαριά οπλισμένος οπλίτης) < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θωρακίζω (καλύπτω με θώρακα), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική armoured. Δείτε και τεθωρακισμένο (όχημα).[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.θo.ɾa.ciˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐θω‐ρα‐κι‐σμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
τεθωρακισμένος -η -ο
- που έχει θωράκιση, προστατευτική επένδυση, συνήθως χαλύβδινη ώστε να μην τον διαπερνούν βλήματα
- → δείτε τη λέξη τεθωρακισμένο (ουσιαστικό)
επεξεργασία
- θωρακίζω
- τεθωρακισμένο
- → και δείτε τη λέξη θώρακας
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ τεθωρακισμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
τεθωρακισμένος, -η, -ον
- → δείτε ύστερη ελληνιστική κοινή τεθωρακισμένος
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεθωρακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θωρακίζω
Μετοχή επεξεργασία
τεθωρακισμένος, -η, -ον
- (στρατιωτικός όρος) θωρακισμένος, προστατευμένος από θώρακα
- εὖ τεθωρακισμένος
- ※ οἱ δέ γε τανῦν τοξόται ἴασι μὲν ἐς μάχην τεθωρακισμένοι τε καὶ κνημῖδας ἐναρμοσάμενοι μέχρι ἐς γόνυ.
- Προκόπιος (500-565), Ὑπὲρ τῶν πολέμων λόγοι, 1.1.12)
επεξεργασία
επεξεργασία
- θωρακοφόρος, (ιωνικός τύπος θωρηκοφόρος)
- → δείτε τις λέξεις θωρακίζω και θώραξ
Πηγές επεξεργασία
- θωρακίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θωρακίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.