τανκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τανκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική tank < πορτογαλική tanque < γκουτζαράτι ટાંકી (ṭāṅkī: δεξαμενή) < σανσκριτική तडाग (taḍāga)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατανκ ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- τανκ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία τανκ
→ δείτε τη λέξη άρμα μάχης |