Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιτάνκ < αντι- + τανκ

  Επίθετο επεξεργασία

αντιτάνκ άκλιτο

  • (στρατιωτικός όρος) (για όπλα) που εξουδετερώνει (εχθρικά) τανκ
    Χωρίς προειδοποίηση, η αστυνομία άνοιξε δολοφονικό πυρ, ενάντια στους διαδηλωτές. Με πολυβόλα, πυροβόλα, ολμοβόλα, ελαφρά όπλα αντιτάνκ. (*)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία