στα πράγματα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στα πράγματα < → δείτε τις λέξεις στα και πράγματα, πληθυντικός του πράγμα - προηγείται ρήμα, όπως είμαι, έρχομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sta‿ˈpɾaɣmata/
Έκφραση
επεξεργασίαστα πράγματα
- θέση εξουσίας ή πολιτική θέση με επιρροή
- ⮡ Τον προώθησε ο θείος του, που ήταν στα μέσα και στα έξω, ήταν στα πράγματα εκείνο τον καιρό.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θέση εξουσίας
|