συνταξιοδότησις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνταξιοδότησις (μαρτυρείται από το 1849) [1] < → και δείτε τη λέξη συνταξιοδότηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνταξιοδότησις, -εως θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 964, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου