concession
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαconcession (en)
- η παραχώρηση δικαιώματος, θέσης, κλπ.
- η αποδοχή (πχ. μιας ήττας)
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
concession | concessions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconcession (fr) θηλυκό
- η παραχώρηση
- (για ένα χωράφι, κλπ) η εκχώρηση
- (σε μια συζήτηση) η υποχώρηση