concessionnaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
concessionnaire | concessionnaires |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconcessionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ανάδοχος
- αυτός στον οποίο έγινε εκχώρηση ενός εδάφους, ώστε να μπορεί να το εκμεταλλεύεται
- εμπορικός αντιπρόσωπος