ενικός         πληθυντικός  
concessionnaire concessionnaires

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

concessionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ανάδοχος
  2. αυτός στον οποίο έγινε εκχώρηση ενός εδάφους, ώστε να μπορεί να το εκμεταλλεύεται
  3. εμπορικός αντιπρόσωπος

Συγγενικά

επεξεργασία