↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ριχτός η ριχτή το ριχτό
      γενική του ριχτού της ριχτής του ριχτού
    αιτιατική τον ριχτό τη ριχτή το ριχτό
     κλητική ριχτέ ριχτή ριχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ριχτοί οι ριχτές τα ριχτά
      γενική των ριχτών των ριχτών των ριχτών
    αιτιατική τους ριχτούς τις ριχτές τα ριχτά
     κλητική ριχτοί ριχτές ριχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ριχτός < ρίχνω, ρικ- + κατάληξη για ρηματικό επίθετο[1] -τός με ανομοίωση στον τρόπο άρθρωσης [kt] > [xt] [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾiˈxtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρι‐χτός

  Επίθετο

επεξεργασία

ριχτός

  1. που τον έχουν ρίξει
    άλλες μορφές: ριγμένος
  2. επικλινής, γερμένος
  3. (για ρούχο)
    1. που το έχουν ρίξει με τρόπο πρόχειρο στους ώμους
    2. που δεν εφαρμόζει τέλεια στο σώμα, αλλά είναι άνετο
       αντώνυμα: εφαρμοστός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ρίχνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. ριχτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας